- αποφόρι
- το [*αποφορώ]ρούχο που δεν το φορά κανείς πια, παλιό, φθαρμένο2. ρούχο που βγάλαμε για να πλυθεί, άπλυτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποφόρι — το παλιό ρούχο που δεν το φορεί πια κανείς: Έντυναν την υπηρέτρια με τ αποφόρια τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)